- ἀτελεστέρᾳ
- ἀτελεστέρᾱͅ , ἀτελήςwithout endfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτελεστέρα — ἀτελεστέρᾱ , ἀτελής without end fem nom/voc/acc comp dual ἀτελεστέρᾱ , ἀτελής without end fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστερα — ἀτελής without end neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελεστέρας — ἀτελεστέρᾱς , ἀτελής without end fem acc comp pl ἀτελεστέρᾱς , ἀτελής without end fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελεστέραν — ἀτελεστέρᾱν , ἀτελής without end fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
παλαιοσπόνδυλος — (palaeospondylus). Γένος σπονδυλωτών, κυκλόστομων κρανιωτών που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν χοντρόστεο σκελετό και κρανίο αρκετά μεγάλο. Το σώμα τους είχε μορφή ιχθυοειδή ή εγχελυοειδή, εσωτερικά όμως ήταν διαμορφωμένα ατελέστερα από τα… … Dictionary of Greek
υμενοφυλλίδες — Λέγονται και Υμενοφυλλοειδή. Οικογένεια φυτών του αθροίσματος των πτερίδων, που αριθμεί αρκετά γένη πτερίδων των εύκρατων και θερμών χωρών. Τα φυτά αυτά είναι από τα ατελέστερα που υπάρχουν και διακρίνονται βασικά από το προθάλλιό τους, το οποίο… … Dictionary of Greek
ἀτελεστέραις — ἀτελής without end fem dat comp pl ἀτελεστέρᾱͅς , ἀτελής without end fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)